- προσελθοῦσι
- προσέρχομαιcomeaor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
προσελθοῦσ' — προσελθοῦσα , προσέρχομαι come aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προσελθοῦσι , προσέρχομαι come aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσελθοῦσαι , προσέρχομαι come aor part act fem nom/voc pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)